φθινοπωρισμός

φθινοπωρισμός
φθῐν-οπωρισμός, , = sq., Anan.5.3 [φθῑ-, metri gr.].

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φθινοπωρισμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. ισμός*, μέσω ενός ρ. *φθινοπωρίζω] …   Dictionary of Greek

  • φθινοπωρισμῷ — φθινοπωρισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρισμῶι — φθινοπωρισμῷ , φθινοπωρισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”